Τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τον καταστροφικό σεισμό στην γειτονική Αλβανία, έφεραν στην επικαιρότητα, τα ζητήματα διαχείρισης κρίσης, μετά από μεγάλες καταστροφές. Και την στιγμή που οι επιχειρήσεις διάσωσης σταματούν σιγά-σιγά, ξεκινούν τα μεγάλα επίσης ζητήματα διαχείρισης του συλλογικού πόνου, των απωλειών και των τραυμάτων της κοινωνίας που επλήγη.
Το σύνολο των ανθρώπων της κοινωνίας που δοκιμάστηκε, δύναται να εκτεθεί τραυματικά από τις εμπειρίες μιας καταστροφής.
Βέβαια αυτό το μετα-τραυματικό στρες που ακολουθεί μια μεγάλη
καταστροφή, επηρεάζει με ποικίλο τρόπο τα άτομα που εκτέθηκαν.
Οι συνήθεις κοινές και κύριες αντιδράσεις είναι το σοκ και η άρνηση,
οι οποίες αποτελούν παράλληλα και μηχανισμούς προστασίας.
Με το σοκ, διαταράσσεται ξαφνικά και με έντονο τρόπο η
συναισθηματική κατάσταση του ατόμου, δημιουργώντας του
αισθήματα έκπληξης και σαστιμάρας, ενώ με την άρνηση δεν
αναγνωρίζεται η ένταση του γεγονότος.
Με την υποχώρηση του αρχικού σοκ οι αντιδράσεις γίνονται πιο
έντονες. Παρουσιάζεται ευερεθιστικότητα, υπερκινητικότητα,
νευρικότητα, άγχος ή και κατάθλιψη.
Η ανάμνηση του γεγονότος, επανέρχεται στο μυαλό και μπορεί να
δημιουργήσει περίεργες σωματικές αντιδράσεις, όπως ταχυκαρδίες,
εφίδρωση, πονοκέφαλο, ναυτία ή και πόνο στο στήθος, δυσκολία
νοητικής συγκέντρωσης, συναισθήματα ενοχής, απόρριψης και
ταπείνωσης, εφιάλτες, ή διαταραχές στον ύπνο και στο φαγητό.
Ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις, μπορεί να οδηγήσει ανάλογα σε
επιθετικότητα, απομόνωση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει
παρατηρηθεί και ροπή προς την κατανάλωση οινοπνευματωδών ή
και ναρκωτικών.
Γενικά, αυτά τα συναισθήματα δεν διαρκούν πολύ, αλλά είναι
σύνηθες η αίσθηση της απογοήτευσης και της πίκρας για αρκετούς
μήνες μετά το γεγονός.
Η πιο επώδυνη όμως συναισθηματική κατάσταση γίνεται μετά από
την απώλεια οικείου ατόμου.
Ο θάνατος ειδικά ως αποτέλεσμα τραυματικής ή καταστροφικής
απώλειας προκαλεί φαινόμενα αντίδρασης στρες και πένθους, που
μπορεί να διαρκέσουν για μεγάλο διάστημα ή και να
επανεμφανίζονται για μεγάλα διαστήματα.
Η αίσθηση της απώλειας, προκαλεί στα άτομα που πενθούν
υπερδιέγερση, ειδικά την πρώτη στιγμή, που τα πράγματα μπορεί να
είναι ρευστά ή αβέβαια και ειδικά αν δεν υπάρχει επιβεβαίωση της
θλιβερής είδησης, η ταυτοποίηση της ταυτότητας του θύματος.
Ειδικά σε αυτή την περίπτωση μπορεί να υπάρχουν
παρακινδυνευμένες προσπάθειες έρευνας ή επιχειρήσεις διάσωσης
προκειμένου να βρεθεί το άτομο.
Επίσης έχει παρατηρηθεί η εκδήλωση θυμού ή οργής προς τους
υπαίτιους της καταστροφής, ή σε αυτούς που θεωρούν υπεύθυνους,
ακόμα και προς τα συνεργεία διάσωσης ή άλλες κρατικές αρχές
αρωγής που σπεύδουν στην περιοχή.
Τα παιδιά που θα εκτεθούν σε εμπειρίες καταστροφών ή μαζικών
ατυχημάτων μπορεί να αναστατωθούν και να εκδηλώσουν
υπερβολικά συναισθήματα μετά από μια καταστροφή.
Η εκδήλωση συνδέεται με την σοβαρότητα του γεγονότος, την
επανάληψή του, την αμεσότητα της επαφής με το γεγονός και την
σχέση με τα θύματά του.
Αυτές οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές και συνήθως δεν διαρκούν
πολύ.
Γενικώς, έχουν παρατηρηθεί τα παρακάτω συμπτώματα:
υπερβολικός φόβος για το σκοτάδι, τον αποχωρισμό ή τη μοναξιά,
προσκόλληση στους γονείς, φόβο για τους ξένους, ανησυχία, αύξηση
ανώριμης συμπεριφοράς, άρνηση να πάνε σχολείο, αλλαγή στην
συμπεριφορά τους στο φαγητό και τον ύπνο, τάση για επιθετικότητα,
ούρηση στο κρεβάτι ή πιπίλισμα του δάχτυλου, έμμονοι εφιάλτες,
πονοκέφαλοι ή άλλα παράπονα.
Γενικά παρατηρείται η κινητοποίηση μηχανισμών άμυνας κυρίως
άρνησης σε κάθε συζήτηση αναφορικά με το γεγονός.
Ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, αποτελεί η αντίδραση των παιδιών στο
γεγονός του θανάτου προσώπου της οικογένειας.
Τα παιδιά της
προσχολικής ηλικίας το αντιμετωπίζουν σαν ένα γεγονός προσωρινό
και αναστρέψιμο, ενώ τα μεγαλύτερα το αντιμετωπίζουν με παρόμοιο
με των ενηλίκων τρόπο, ξορκίζοντας το πολλές φορές, πιστεύοντας
ότι είναι κάτι που δεν τους αγγίζει και δεν θα συμβεί στα ίδια ή σε
άλλους οικείους τους.
Μια συνηθισμένη συναισθηματική εκδήλωση είναι αυτή του θυμού,
πολλές φορές για τον ίδιο τον θανόντα, ειδικά αν ήταν για το παιδί
ιδιαίτερα αγαπημένος και ουσιαστικό στήριγμα για την ύπαρξή του,
αλλά και προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του.
Ιδιαίτερα μετά το θάνατο γονιού, παρατηρείται ηλικιακή
παλινδρόμηση του παιδιού, και απαίτηση για περισσότερη στοργή
και προσοχή.
Ειδικά σε μικρότερα παιδιά, μπορεί να παρουσιαστεί η πίστη ότι τα
ίδια είναι υπαίτια για το κακό, ειδικά αν είχαν σε τυχαία στιγμή
ευχηθεί πάνω στο θυμό τους, το θάνατο του ατόμου που έχει
πεθάνει.
Είναι πάντως εντός των φυσιολογικών πλαισίων, για ένα μεγάλο
χρονικό διάστημα, τα παιδιά να εκφράζουν συναισθήματα λύπης.
Το ψυχοκοινωνικό κόστος των
καταστροφών είναι πολλαπλάσιο των υλικών ζημιών, ενώ η ψυχοκοινωνική παρέμβαση μετά την καταστροφή, αν οργανωθεί με σωστό
τρόπο, προστατεύει την ψυχική υγεία των πολιτών, μειώνει το
μέγεθος των παθολογικών εκδηλώσεων του ψυχικού τραύματος και
αυξάνει την ανθεκτικότητα στον ψυχικό τραυματισμό.
Με όλα αυτά η αρωγή των φορέων ψυχοκοινωνικής υποστήριξης
στις μαζικές καταστροφές αποδεικνύεται μείζονος σημασίας για την
αποκατάσταση της ψυχικής υγείας των πληγέντων και την
ομαλοποίηση της καθημερινότητας και η ψυχοκοινωνική παρέμβαση
θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε κάθε σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
(Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Ν.Διαμαντή -Γ.Σταμούλη με τίτλο "ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΠΟ ΜΑΖΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ - ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ" Εκδόσεις ΑΛΕΞΙΠΥΡΟ 2013
Οι φωτογραφίες του κειμένου προέρχονται από την ιστοσελίδα https://www.cnn.gr/news/kosmos/story/198827/seismos-alvania-kalytera-na-eixa-pethanei-ego-ta-prosopa-tis-tragodias