Στο τελευταίο τεύχος του STORYWITS, δημοσιεύεται το πρώτο διήγημά μου με τίτλο "Ο τελευταίος καμβάς".
Για την ζωή και την τέχνη, για την ζωή και τα.. όρια της...
Ο Τζόαν έβλεπε τις σταγόνες του Οκτώβρη να ξεπλένουν τη σκόνη του καλοκαιριού και άρχισε να μυρίζει το βρεγμένο χώμα και το χορό των κλαδιών από τον αέρα που άρχιζε να συνοδεύει στο βαλς τη φθινοπωρινή βροχή.
Είχε αποσυρθεί στο μικρό πατρικό του εξοχικό, σε ένα μικρό χωριουδάκι στην κορυφή του εθνικού δρυμού, ανάμεσα στα έλατα και τα νερά. Εδώ όλα αποπνέουν και μυρίζουν υγεία, αιωνιότητα και ρωμαλέα ζωή. Το βουνό ψηλό, αγέρωχο καταπράσινο, καταπίνει τα μικρά σχήματα και τις μικρές σκέψεις.
Είχε ξανανοίξει το μικρό πέτρινο σπιτάκι, εδώ και μερικά χρόνια, το είχε ανακαινίσει και ερχόταν περιστασιακά, τώρα που ο συντάξιμος βίος του επέτρεπε να μένει περισσότερες μέρες από τα «κλασσικά και οριοθετημένα Σαββατοκύριακα.
Στο διπλό παράθυρο στο πάνω χαγιάτι είχε στήσει το τρίποδο και τους καμβάδες, τα χρώματά του, τα χαρτιά του και τα πινέλα του.
Μουτζούρωνε, ερασιτεχνούσε τα τελευταία χρόνια μορφές και σχήματα, μια νέα ασχολία του, για να παλέψει τον άφθονο πλέον ελεύθερο χρόνο και την απειλή της φθοράς των ζωτικών σημείων. Ουκ μόνο έρχεται το γήρας όπως έλεγε, στοχευμένα ο φίλος του ο Νικ.
Είχε ξυπνήσει σχεδόν αχάραγα σήμερα, ετοίμασε τον διπλό espresso του και άρχισε να ρουφά τους ήχους και τις εικόνες της παρθένας φύσης.
Είχε έρθει εχθές στο χωριό, μετά από τρεις εβδομάδες απίστευτης πίεσης, που αποδιοργάνωσαν την καθομολογούμενη στωικότητα και ηρεμία του στην «διαχείριση κρίσεων»
Άλλωστε είναι εύκολο να διαχειρίζεσαι κρίσεις, μεγάλες ή μικρές, αρκεί να είναι «έξω από τα παπούτσια σου».
Σε όλο το ταξίδι, μέχρι την αγροικία του, οδηγούσε μηχανικά, σαν ρομπότ, δεν άκουγε καν τη μουσική του αυτοκινήτου, δεν κατάλαβε καν πως έφθασε.
Άνοιξε το σπίτι, τοποθέτησε γρήγορα τις προμήθειες και παρότι ήταν νυσταγμένος και ταλαιπωρημένος, το κρεβάτι αυτή την φορά δεν ήταν η ήσυχη βάρκα που θα τον ταξίδευε στη χώρα των Ονείρων.
Στριφογύριζε συνεχώς, σηκώθηκε, σέρφαρε στο κινητό του και βρέθηκε να ακούει μέχρι αργά podcast για πραγματικά εγκλήματα.
Ευτυχώς οι πρώτες ακτίνες διέλυσαν τα απίστευτα σκοτάδια του λαβυρίνθου των σκέψεων.
Το ξημέρωμα, πάντα είναι σύμμαχος, είναι η ελπίδα της ζωής, το δώρο για άλλη μία ακόμα μέρα.
Μόλις ρούφηξε μερικές γουλιές από τον αψύ καφέ, ένιωσε όλο το είναι του να ζωντανεύει , άκουσε τα γρανάζια των αισθήσεων να γυρνούν σιγά σιγά, να οσφραίνεται περισσότερο τις μυρωδιές του βροχερού βουνού.
Άπλωσε ένα καμβά στο τρίποδο και προετοίμασε τα πινέλα και τα ακρυλικά του για να ερασιτεχνήσει. Ήταν η αγαπημένη του πρωινή εξάρτηση και ασχολία τα τελευταία χρόνια του απομαχικού του βίου. Μαζί με τον πρωινό καφέ, τράβαγε γραμμές, πινελιές και σχήματα. Κάθε σταγόνα χρώμα, νότιζε το ξεκίνημα της μέρας του.
Είχε ανακαλύψει τα χρώματα και την τέχνη. Ένας καλός του φίλος ο Ντας, αυθεντικός καλλιτέχνης, έλεγε ότι κάθε έργο τέχνης που έκανε, ήξερε ότι θα χαθεί στο χρόνο, θα ξεφτίσει στην φθορά. Και συμπλήρωνε « άλλωστε τέτοιο που ναι, φθαρτό και προσωρινό, αυτός είναι ο προορισμός του, να σβήσει αργά αργά, όπως και εγώ, απαράλλακτα φθαρτός και δημιουργός και δημιούργημα».
Είχε πολύ δίκιο, ο Ντας, άλλωστε τόσα χρόνια, ο Τζο είχε διαπιστώσει από πρώτο χέρι την φθαρτότητα, το αιφνίδιο της απώλειας, το βάδισμα στην οριογραμμή του κινδύνου. Είχε ζήσει για πάνω από τρεις δεκαετίες της καταστροφή, τις απώλειες της , αλλά και την προσπάθεια της διαχείρισης της, τον αγώνα για τον μετριασμό των αποτελεσμάτων της.
Είχε στα μάτια του, εικόνες επίγειας κόλασης, αλλά και στιγμές που με κόπο, οι άνθρωποι του καθήκοντος, βάζαν τα κορμιά τους ανάχωμα και ασπίδα, Πολλές σταλαγματιές ψυχής.
Άρχισε να στάζει σταγόνες χρώματος, το πινέλο, λένε συνδέει τα μέσα μας με το έξω. Ο δρόμος για να δούμε το εσώψυχό μας. Κάθε γραμμή, κάθε σταγόνα, χρώμα λίγη ψυχή μας, λίγος εαυτός μας.
Το σχέδιο για αυτόν τον πρωινό καμβά, ήταν ένα σύμπλεγμα μορφών γυναικείων και ανδρικών, ένα σχεδίασμα που να ξεχειλίζει από ζωή. Ελεύθερα σχήματα, κυβιστικά, με τις γραμμές των σωμάτων, να αποπνέουν αύρα δημιουργίας. Στα κορμιά τους να προβάλλεται ο νους, στα πρόσωπα τους να φεγγίζει η ψυχή. Κάθε πρόσωπο έχει το δικό του μύθο, ανεπανάληπτο σχήμα.
Εδώ και εβδομάδες ο Τζο είχε ισχυρούς πονοκεφάλους. Δεν τα είχε καλά με τους γιατρούς. Δεν είχε αρρωστήσει ποτέ και από προληπτικές εξετάσεις μόνο τις απαραίτητες και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δε φοβόταν την προσωπική του απώλεια « όλοι θα φύγουμε»…
Συνέχισε να απλώνει τα χρώματα. Συναρπαστικό παιχνίδι, λίγο ανάσα και μπορείς άνετα να σκιτσάρεις την αναπνοή, το πινέλο ανασαίνει, ρουφά χρώμα που το έχεις δει κάπου, στο Κατμαντού; στον Όλυμπο; στις Άνδεις;
Οι γραμμές δεν ακολουθούν «σχέδιο τακτικής επέμβασης». Ανακατεύει παράταιρα και ενθουσιάζεται. Αποχρώσεις κόκκινου στα μαλλιά, ανοικτές στο πρόσωπο και στο λαιμό, χτυπητά χρώματα στα ρούχα, λαμπερά κίτρινα ηλιόλουστα στο περίγραμμα.
Αυτό το σκόρπισμα των χρωμάτων στην άσπρη επιφάνεια, είναι σα να φτιάχνεις ένα νέο κόσμο χωρίς περιορισμούς. Βάζεις τις γραμμές όπου θες, ένα χρώμα που ποτέ δεν θα ήταν εκεί στη θέση του. Μια μικρή δημιουργία και γίνεσαι λίγο ένας μικρός άσημος θεός.
Οι γραμμές ενώνονται με σεβασμό για να φτιάξουν το σχήμα. Η μια γραμμή είναι δική του, ή άλλη ίσως το χέρι του Δημιουργού. Οι γραμμές ενώνονται ήπια , δεν κάνουν θόρυβο, μπλέκονται, σβήνουν, ανακατεύονται, το ίδιο και τα χρώματα, ανακατεύονται, αναδεύουν τα χρώματα τους σαν το κρασί, το χρώμα δείχνει την ωριμότητά του. Η υφή τους απαλύνει πόνους και πάθη.
Όταν οι πόνοι πολλαπλασιάστηκαν και τα απλά αναλγητικά και τα ξεματιάσματα της Μαζ δεν έπιαναν, ώστε να ησυχάσει το σφυροκόπημα στο κεφάλι του, μετά από μεγάλη γκρίνια, επισκέφθηκε το κτίριο με τους επιστήμονες με τις άσπρες μπλούζες.
Άνοιξε λίγο το παράθυρο για να δυναμώσει την μυρωδιά της βρεγμένης γης και τους ήχους της φύσης που ξύπνησε για τα καλά. Όταν ζωγράφιζε, ήταν μια μοναδική στιγμή, πλήρη απομόνωση. Το χέρι εστιάζει στο σχήμα, στο γέμισμα του χρώματος. Το υλικό της άσπρης επιφάνειας είναι χωράφι γόνιμο, περιμένει. Το μυαλό φτιάχνει την εικόνα και γύρω γύρω φως ανέσπερο. Καθαρή η ατμόσφαιρα και η ανάσα κρατημένη. Οδηγός, χάρακας, ίσιος ευθεία γραμμή, όπως των οριζόντων. Όλα καθαρά, όλα κρυστάλλινα.
Ο Τζο, η ησυχία και η παλέτα των χρωμάτων. Όπως απλώνεται το χρώμα, απλώνεται και η ζωή, αρχίζει, ολοκληρώνεται και πάλι από την αρχή στο επόμενο μοτίβο.
Από τις πρώτες επαφές με τους ανθρώπους με τη γνώση και τις άσπρες ποδιές, θαύμασε την σοβαρότητα στα πρόσωπα τους, με ένα σφίξιμο στο στόμα και μια μικρή σύσπαση του μετώπου. Τα χρώματα στα πρόσωπα ήταν στις αποχρώσεις του σκούρου γκρί. Λίγες κουβέντες, αυτό το ύφος της…
Ο Τζο προσπάθησε να στάξει ελάχιστο μαύρο στα σώματα, τούτη την ώρα αυτά τα χρώματα της οδύνης και της θλίψης, οι υπομνήσεις της φθοράς, δεν ήταν καλοδεχούμενα.
Εκεί που ήθελε σκούρο, προτίμησε να βάλει ένα ανοικτό πράσινο για να ιστορήσει ότι εκεί στο σκούρο, έχει ζωή ακόμη.
Σε ένα τόσο δα καμβά χωράει η ζωή, η απώλεια, η απογοήτευση, η ελπίδα. Σκιές και γραμμές, χρώματα από όλη την παλέτα. Κάθε πίνακας και μια νέα πραγματικότητα. Και πίσω από τα χρώματα, το Χρώμα του Δημιουργού, που μιλάει φωνάζει, ψιθυρίζει, χαίρεται στις σκιές, διασκεδάζει στις μορφές.
«Αγαπητέ κύριε Τζο, του είπε ο νευροχειρουργός, τελειώνοντας την μελέτη των συγκεντρωμένων πειστηρίων των πολύπλοκων εξετάσεων, είναι δύσκολη η επεμβατική μας παρέμβαση στο σημείο αυτό του κεφαλιού και με δεδομένο του μεγέθους του όγκου»
Στον καμβά, ο Τζο, είχε ολοκληρώσει ένα σύμπλεγμα προσώπων γυναικείων και αντρικών, σε κυβιστικό στυλ. Μορφές με έντονα χρώματα που δεν ξεχωρίζει αν είναι πρόσωπο ή μάσκα, πραγματικό ή στοιχειό της φαντασίας. Το φως της προχωρημένης μέρας, με τη βροχή να έχει σταματήσει και τον ήλιο να ανεβαίνει στην βουνοκορφή, φώτισε περισσότερο τα πρόσωπα.Το φως είχε ρυθμό ζωής, σαν τους παλμούς του. Όμορφο, μαγικό. Οι αποχρώσεις του κίτρινου, πορτοκαλί και ελαφριού πράσινου συμμαχούν σε μια μεγάλη προσπάθεια να φωτίσουν τη ζωή του.Οι μικρές ρωγμές μεταξύ των χρωμάτων, τώρα που το άπλετο φως ανίχνευες τον καμβά, άφηνε λίγο λευκό να ξεχειλίσει, σαν την ελπίδα ή ίσως την μύχια προσωπική αποτύπωση μιας κρυφής επιθυμίας που καν δεν ελπίζεις.
Αυτά τα ανοικτά και έντονα χρώματα ίσως είναι αυτή η προσπάθεια των μικρών αδύναμων ανθρώπων να ξεφύγουν από την απώλεια, την καταστροφή.
Μια μικρή ακτίνα σκέφτηκε ο Τζο, «ότι θα αφήσεις τα νηπενθή χρώματα να ομορφύνουν, να ανθίσουν, να στολίσουν.»
«Δεδομένου της κατάστασης, θα το διαχειριστούμε με ισχυρά φαρμακευτικά σκευάσματα για να περιορίσουμε την ταχύτητα εξάπλωσης και να καταφέρουμε…….»
Ο Τζο ξαφνικά σταμάτησε να ακούει τον γιατρό, έβλεπε μπροστά του ένα πρόσωπο του Πικάσο με το στόμα στο πλάι, κάτω από το μάγουλο, δίχως ήχους.
Με το πινέλο του με προσεκτικές ευλαβικές γραμμές, άρχισε να ανακατεύει κίτρινο, πορτοκαλί, ελάχιστο μαύρο, και μπλε ωκεανού, για να φτιάξει τα λευκά περιθώρια.
Ο καμβάς είναι ένας νέος κόσμος, καμωμένος από μετάξι, κλεισμένος σε οράματα μαγευτικού καπνού. Εδώ ότι φαντάστηκε το κλείνει σε μια μαγική σφαίρα.
Οι λεπτομέρειες των γραμμών κάνουν το φανταστικό να γίνεται πραγματικότητα.
Ο ήλιος και οι αντανακλάσεις του βουνού από το τζάμι , είναι η συμμετοχή του Μεγάλου Ζωγράφου σε αυτή την πανδαισία της ζωής,
Ο Τζο άρχισε να νιώθει ότι κάθε γραμμή που τραβάει στον καμβά είναι μια προσευχή και κάθε σχήμα που ολοκληρώνει ακούγεται σα ψαλμός λατρευτικός. Σε κάθε στιγμή, χρώμα και σχήμα, είναι και ένα ξωκλήσι.
Το στόμα του γιατρού, άρχισε να βγάζει πάλι ήχους, εξαφανίστηκαν τα χρώματα και τα σχήματα του Πάμπλο, και το χώρο κυριάρχησε το λευκό της ιατρικής ποδιάς.
«Ξέρω ότι είστε ισχυρός άνθρωπος, έχετε διαχειριστεί δύσκολες κρίσεις, γνωρίζετε καλά την τυχαιότητα και το αιφνίδιο», συνέχισε το στόμα μέσα από το σχήμα της λευκής ιατρικής μπλούζας.
Το πινέλο, σκέφθηκε ο Τζο, ίσως και να μη το κρατά ο ίδιος. Ο ορίζοντας άρχισε πάλι να συννεφιάζει με βροχερούς όγκους που αγκαλιάζανε το ρωμαλέο βουνό.
Του φάνηκε ότι ο ουρανός ήταν λυπημένος. Κίτρινες θυμίσεις που καίγονται στα μανουάλια της μνήμης ή και της λήθης.
Το στόμα της λευκής μπλούζας συνέχισε, «σε αυτή την φάση θα το παλέψουμε να πετύχουμε όσο το δυνατό καλύτερη ποιότητα ζωής και να διαχειριστούμε τυχόν παράπλευρες περιπλοκές και κυρίως τον πόνο»
Έξω από το παράθυρο η γη διψάει για πράσινο και ανακατεμένο με μωβ.
Η ψυχή του Τζο, σα να ηρέμησε, σίγασε και κουλουριάστηκε.
Χαρές, λύπες, όνειρα, όλα ένα πουλί, άσπρο πουλί, τόσο δα, με μικρές φτερούγες και τσιριχτή φωνή.
Ολοκληρώνει με μια γραμμή με έντονο κόκκινο, πέρα από τις δυνάμεις του.
Γκρι για να ανασαίνει και βιολετί για να ξαποστάσει.
Ο καμβάς ολοκληρώθηκε…. Και έγινε το σχοινί του ισορροπιστή ανάμεσα στην καθαρή φαντασία και την ασπρόμαυρη ύπαρξη. Ανάγλυφο ενός ονείρου και μιας ζωής…όλα χρώμα.