Πες μου μόνο πως περνούν τη νύχτα.

Την ώρα, λίγες στιγμές πριν το 3ο δολοφονικό ΜΝΗΜΟΝΙΟ, που έρχεται να αποτελειώσει τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου, των μη προνομοιούχων, των μη εχόντων, των γνωστών υποζυγίων. Την ώρα των κρίσιμων υπολογισμών, των κρίσιμων ψηφοφοριών, των κρίσιμων αναλύσεων, των κινητοποιήσεων του αναθέματος και του υπερθέματος.
Την ίδια ώρα, οι άνθρωποι της εργασίας, (ελαστικής-κακοπληρωμένης-ανεργίας) βλέπουν τη μέρα και την νύχτα τους, με εφιαλτικό τρόπο, τραβώντας τον δικό τους Γολγοθά.
Δεν μπορούν να ακούσουν την "υψηλή πολιτική σωτηρίας" να διαπερνά την σκληρή καθημερινοτητά τους. Άλλες λέξεις, άλλα νοήματα. Άλλοι κόσμοι.
Την ώρα της ψήφισης του 3ου βάρβαρου μνημονίου που έρχεται να πυρπολίσει τη ζωή μας, αντί μιας ακόμης οικονομικολογιστικής κριτικής ανάλυσης, προτιμώ τον φωτισμό των "μοιραίων ημερών μας", με ένα κείμενο ζωής της Φώφης, φίλης και συμμαθήτριας. αγωνίστριας της απλής ζωής, αυτής που συνθλίβεται από τους αριθμολάγνους και τα χρηματιστήρια των αγορών.
Τίποτα περισσότερο...
    
   Εδώ και καιρό όλα ησύχασαν.Έξω από τη λαμπερή «γαλέρα μας», δε βγαίνει να διαμαρτυρηθεί στους δρόμους ο κόσμος.Μάλλον ντρέπεται.Είναι περίεργο συναίσθημα η ντροπή,μεταλλάσσεται.Η ζωή μας έχει εξαθλιωθεί ,μεταλλάσσεται.
   Οι Έλληνες βούλιαξαν απέναντι από τις οθόνες των τηλεοράσεών τους.Βουλιάξανε στον καναπέ και δέχτηκαν τη μοίρα τους. Ανησυχώ.Μοιάζει με λήθαργο.Κι εγώ το νιώθω στον εαυτό μου.Νιώθω ντροπή.Μεταλλαγμένη.
Κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων ακούς,ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, είναι οι επαίτες της Ευρώπης.Ρακένδυτοι,άπλυτοι και βρωμεροί κι ίσως να έχουν δίκιο.

   Οι δρόμοι γέμισαν βρωμύλους άστεγους.Φορούνε ρούχα,που τα κατουρήσανε εκατομμύρια φορές κι ύστερα κυλιούνται στα πεζοδρόμια για να κολλήσει πάνω τους η γλίτζα και το χνούδι από χαρτί λιωμένης κούτας,που έχουν για κατάλυμα.
 Γι αυτό το ‘Εθνος,αυτοί  που μας κυβερνούνε,ντρέπονται.
Τα ακούνε αυτοί,απ την Ευρώποι για εμάς.Προσπαθούν να μας κάνουν «ανθρώπους» αλλά δε βοηθάμε.Γι αυτό και μας αντιμετωπίζουν με απέχθεια και παίρνουν μέτρα,όπως μας αξίζει.Για όλους μας και για έναν έναν από μας ξεχωριστά.
   Κι εγώ,εδώ,που ήρθα να δουλέψω,είμαι βάρος,κόστος,φύρα για την εταιρεία μου.Προσπάθησε με τη σειρά της,να πάρει μέτρα για να βελτιώσει τη ζημιογόνο ύπαρξή μου,μειώνοντας κατά το ήμισυ το μισθό μου.Όμως και πάλι είμαι ζημιά.Γύρω μου κοιτώ ,τους συναδέλφους μου με θλίψη.Όλοι ζημιά είμαστε.
   Ύστερα ήρθε το κράτος απαιτώντας,το μισό μου μεροκάματο γι’αρχή κι αυτό που λείπει,εκείνο που μου έκοψε ο εργοδότης μου,θα τους το χρωστάω.Αλλιώς δε θα έχω σπίτι.Το άλλο μου μισό το μεροκάματο,θα μου το πάρουν απ’το σπίτι μου.Από το ακατοίκητο ψυγείο μου,τα άδεια ντουλάπια μου,τα τρύπια παπούτσια μου και τα ξεθωριασμένα ρούχα μου.
   Που είναι το άλλο μισό μου μεροκάματο;
   Που το κρύβω;
   Κι αφού δεν έχω να πληρώσω γιατί λογίζομαι ως άνθρωπος;
Έξω,έξω από το σπίτι,έξω από εδώ το φωτεινό μας κόσμο που δουλεύω.Έκεί  στην κούτα,στη λίγδα και στη βρώμα μου.Εκεί που ανήκω...στο τίποτα.
   Κι όλο ο καναπές βουλιάζει.Τα μαξιλάρια σφίχτηκαν πάνω στο σώμα.Τα πόδια του έσπασαν και έγειραν σαν μαριονέττας πόδια,που δεν την εκρατήσαν τα σχοινιά.
   Και όλα έγιναν μια μάζα,που μέσα της έκρυψε τον Έλληνα.Άμα τη δεις αυτή τη μάζα,θα διακρίνεις κάπου μέσα της,χωμένο πρόσωπο,πρόσωπο σφηνωμένο.Φαίνονται μοναχά τα μάτια του,η μύτη και το στόμα του.Δεν έχει φως,έχει όμως τις αμυδρές λάμψεις απ την οθόνη της τηλεόρασης που παρακολουθεί.Έλληνα τεμπέλη,ζητιάνε κωλοέλληνα.
   Έγώ ευτυχώς στο μικρό σπιτάκι μου δεν έχω καναπέ.Ούτε και τηλεόραση έχω.Έχω μόνο τα πόδια μου και που πολλές φορές,δουλεύω έντεκα ώρες όρθια κάθε μέρα,έξι ημέρες την εβδομάδα και τώρα τελευταία με τις Κυριακές,δουλεύω και εφτά.
  Ντυμένα μ’ένα μελανό πλέγμα από σπασμένες φλέβες και αγγεία,στέκονται όρθια και αντιστέκονται,να μπορώ τουλάχιστον νά’χω το λίγο μου το μεροκάματο...να ζήσω.
   Θέλω να ζήσω.Κι ενώ σηκώνω όλο το βάρος μου,πάλι είμαι βάρος της εταιρείας.
  Τελευταία ο νους μου δε βάζει μυαλό.Μέσα βαθιά στο σκυμένο κεφάλι μου,βάλθηκε πεισματάρικα να σκάβει λαγούμια.Φωνάζει,με τρομάζει,ξεσηκώνεται.Ο φόβος είναι ο δεσμοφύλακάς του.Κάθε φορά που σκάβει ο νους μου την απόδραση,ο φόβος τον κεντρίζει με ένα πύρινο σπαθί που στις οδοντωτές του άκρες,έχει κρεμασμένες τις εικόνες των παιδιών μου,των γονιών μου,των φίλων μου.
Αν βγει από αυτή τη φυλακή και αποδράσει τότε το κελί θα γεμίσει με τις ζωές εκείνων που αγαπώ.
Τώρα παίζουν έξω στο προαύλιο της φυλακής.Έχουνε  ήλιο κι αέρα.Ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό.
Αν συνεχίσει να σκάβει,δε θά’χουν ούτ’αυτό.
   Το σωφρονιστικό σύστημα εκείνων που μας κυβερνούν,μεριμνά για την αποκατάσταση της τάξης.
...κι όλα είναι ήσυχα
...ήσυχα κι ανήσυχα.
 Μπορώ να ζω με κέρματα.Μπορώ να ζω δίχως όνειρα.Χωρίς Αξιοπρέπεια.Και τί είναι αυτή η «Αξιοπρέπεια»;Μια εγωιστική φραγή,στις προσπάθειες των δυνατών,να με εξανθρωπίσουν.
Να με εξανθρωπίσουν;
Εξανθρωπίζονται τα άψυχα ρούχα που πουλάω;
Εξανθρωπίζονται τα ράφια, οι βιτρίνες κι οι κρεμάστρες;
Εξανθρωπίζονται οι πάγκοι που διπλώνω τη ζωή μου;
Οι αποθήκες που στιβάζω τα όνειρά μου,τα παπούτσια μου που τρύπησαν;
Οι φλέβες στα πόδια μου που έσπασαν,εξανθρωπίζονται;
Απόψε πάλι βαρύθυμα θα κοιμηθώ.Στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου με υπερένταση.Οι σκέψεις πετούν στο δωμάτιο και τώρα τελευταία,μου μπίξαν μία σφήνα στην καρδιά.Έτσι,να μου θυμίζουν πως χτυπάει.
Έρχονται,τη βαράν και φεύγουν,ακολουθώντας τους ρυθμούς που σκάβει στο κρανίο μου ο νους μου.
Νάτος πάλι! Χτυπάει με την αξίνα του φτιάχνοντας το λαγούμι.
Όχι,με τόσο θόρυβο δε μπορώ να κοιμηθώ.
Το μυαλό μου φλέγεται.
Η καρδιά μου πονάει.
 Ανασηκώνομαι ιδρωμένη κι αρνούμαι αύριο να πάω πάλι στη δουλειά.
Γιατί εκεί με λογαριάζουνε πιο κάτω,απ τις κρεμάστρες, τα ράφια, τις βιτρίνες τους.
Και ασφαλώς πιο κάτω απ τις ταμειακές τους μηχανές που τις ποτίζω με το αίμα μου.
Εκεί με τοποθέτησαν τ’αφεντικά.Στα ζημιογόνα αναλώσημα.Μου το σφυρίξαν δυο σκέψεις μόλις τώρα κι άλλη μία με βοηθάει ,να βγω διάολε στο μπαλκόνι να πάρω αέρα,γιατί πνίγομαι.
Κοιτώ στον ακάλυπτο,τα σπίτια των γειτόνων μου.Έχουνε φώτα χαμηλά,γιατί κοιμούνται.Τρεις πολυκατοικίες γύρω μου,μου κρύβουν τον ορίζοντα.Όμως,κάπου αριστερά,υπάρχει σα μπάλομα ένα κομμάτι έναστρου ουρανού.Εκεί θέλω να οδηγήσω το βλέμμα μου,μα οι σκέψεις το τραβούν , στα κλειστά διαμερίσματα που κοιμούνται άνθρωποι σαν κι εμένα.
 Ακου,μου λένε,αφουγκράσου...
Δες σ’εκείνη τη μικρή κουζίνα,υπάρχει ένα φως.Είναι ένας άντρας που κάθεται σκυμμένος και κρατάει το κεφάλι του.Ακούς αξίνες;Είναι από το νου του που σκάβει σα το δικό σου.
Και μια γυναίκα...που έβαλε τα παιδιά της ν’αποκοιμηθούν,ψάχνει απεγνωσμένα στα άδεια της ντουλάπια,τί θα τα ταϊσει αύριο.Η καρδιά της,ματώνει.
Ο κυρ-Ανέστης βγήκε με το σκαμνάκι του και άναψε τσιγάρο.Δάσκαλος συνταξιούχος πια κι υπέργηρος.Πέρασε πόλεμο πείνα κατοχή.Έφαγε εξορίες,ξύλο φυλακές.Δούλεψε,κουράστηκε,πάλεψε με θηρία ανήμερα,τα κατάφερε.Τώρα έχουμε πάλι πόλεμο.Το λέει ο νους του.Το σώμα του δεν τον βοηθά μα το μυαλό του δουλεύει.
Αντίσταση!
Αυτό είναι!πρέπει να αντισταθούμε!Δεν είναι όνειρο απατηλό του γέρικου μυαλού του.Με διαβεβαιώνουν οι αξίνες που ακούω από παντού.  Κανείς δεν κοιμάται απόψε.Μονάχα τα μικρά παιδιά, που πρέπει να μεγαλώσουν, σ’ένα κόσμο ελεύθερο.
Δεν είμαι μόνη,υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα.
Η απόδραση του νου μας ,είναι θέμα χρόνου.
Η γραμμή έχει δοθεί,από την ιστορία αυτού του τόπου.
Το σύνθημα δόθηκε μ’ένα νεύμα της συνείδησης.Ένα τσικ μας χωρίζει από το παρασύνθημα.
Φτάσανε στον πάτο οι ζωές μας.Τώρα πρέπει ν’ανεβούμε.
Θα ανεβούμε...κι ας είναι με σπασμένες φλέβες στα πόδια
Με δαρμένα κορμιά απ΄την κούραση και την απόγνωση.
Οι μηχανές μπήκαν μπροστά.
Όχι οι ταμειακές οι άλλες,οι έμψυχες,αυτές με τις αξίνες

...κι όλα είναι θέμα χρόνου.Θα το δεις.Έχε πίστη...