Οι πυρκαγιές δασών, μια μικρή ματιά στην πρόσφατη ελληνική ιστορία.


 

Στις 13 Σεπτέμβρη του 1838 στην εφημερίδα «Αθηνά» περιγράφεται μια καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική (Μπογιάτι):

  «Πολλαί χιλιάδες δένδρων γηραλέων και εκατονταετών διαφυγόντων το πυρ και το πέλεκυ της Επαναστάσεως έγιναν ήδη παρανάλωμα του πυρός»

Έναν και περισσότερο αιώνα πίσω, η κοινή γνώμη εκφράζει "διαχρονικές απόψεις" για τις δασικές πυρκαγιές. Χαρακτηριστικό  είναι το κεντρικό άρθρο που δημοσιεύεται  στις 2 Σεπτεμβρίου 1885 στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» με συγγραφέα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρο Αφεντούλη:


«…Καίγονται τα δάση του Συγγρού!
–Ας τα ρε να καίονται. Να καούν. Διατί να έλθη εις τον τόπο μας να τα αγοράση λέγουν οι περίοικοι, ακοντίζοντες επ αυτών όμα σκεόν.
– Αλλ’ ο άνθρωπος τα αγόρασε τέλος πάντων με το χρήμα του, με τον ιδρώτα του!
– Να μην έσωνε να τα αγοράση!
«…Καίονται τα δάση της Πεντέλης!
-Ας τα να καούν! Να ιδούμε, αν ο κυρ Άνθιμος ο Ηγούμενος εξ Αιγίνης όπου τον έφερε εις το κεφάλι μας, φωνάζουν οι παραγκονισμένοι μοναχοί της Πεντέλης- να ιδούμε πως θα τα σβύσει!
Κατ’ αυτόν τον τρόπον συλλογίζεται και πράττει ο λαός της Ελλάδος περί των δασών, και ο ιερωμένος και ο ανίερος…»

Στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 12 Ιουλίου 1900 δημοσιεύεται  ρεπορτάζ για δασική πυρκαγιά που λίγο διαφέρει από τα αντίστοιχα  της  εποχής μας. Κάτω από τον τίτλο 

«ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»  αναφέρεται: 

«…Κατά τηλεγράφημα προς το  Υπουργείο Οικονομικών χθες την πρωίαν ενεφανίσθη το πρώτο το πυρ εις το μέγα και πυκνόφυτον δάσος Γεράνια της Περαχώρας όπερ κείται  παρά τον ισθμόν της Κορίνθου και συνέχεται προς το ημικαταστρεφέν  προ τεσσάρων ετών επίσης εκ πυρκαγιάς δάσους της Κινέτας. Κατά τας αυτάς ειδήσεις το πυρ έλαβε μεγάλας διστάσεις και αποτέφρωσε μέχρι της στιγμής καθ ην γράφομεν, το ήμισυ του δάσους. Επαπειλείται δε η εντελής αυτού καταστροφή, αλλά και η μετάδοσις του πυρός εις το δάσος της Κινέτας, εάν δε σπεύση εγκαίρως επί τόπου ισχυρά  στρατιωτική δύναμις. Διότι η πυρκαγιά εξακολουθεί ακατάσχετος εκτελούσα το καταστρεπτικό της έργον.» 

Το ρεπορτάζ μετά την περιγραφή των δυνάμεων και των ενεργειών των αρμοδίων κατέληγε: «θεωρείται βέβαιον ότι πρόκειται περί εμπρησμού, διότι ένεκα της πυκνότητας αυτού και του ύψους εις ο κείται ήτο εντελώς έρημον, ουδείς δε διήρχετο εκείθεν».

Την ίδια χρονιά (29 Δεκέμβρη), όπως αναφέρει ο Επιπυραγός ε.α. Βύρων Δάβος στο βιβλίο του  «Ιστορία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας 1830-1980»,  δημοσιεύτηκε πίνακας με στατιστική των πυρκαγιών δασών με τα ακόλουθα στοιχεία:

-1898 έγιναν 255 πυρκαγιές σε 97,819 στρέμματα γης με καταστροφές δένδρων 972,462 δραχμές,

-1899 έγιναν 129 πυρκαγιές σε 49,066 στρέμματα γης με καταστροφές δένδρων 8322,170 δραχμές,

-1900 έγιναν 82 πυρκαγιές σε 21,042 στρέμματα γης με καταστροφές δένδρων 360,996 δραχμές. Ειδικότερα για τη χρονιά αυτή τα περισσότερα καμένα στρέμματα σημειώθηκαν στην Αττική (9.420), στην Ηλεία (4.000), στην Ολυμπία (3.000) και στο Βάλτο (1.370).

Τέσσερα χρόνια μετά στις 13 Αυγούστου 1904 στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» διαβάζουμε πάλι ένα  καυτό ρεπορτάζ   με τον τίτλο

 «ΤΑ ΔΑΣΗ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ  ΠΥΡΚΑΙΑΙ ΕΠΙ ΠΥΡΚΑΙΩΝ»:

«κατά τηλεγράφημα  προς  το Υπουργείο Εσωτερικών εκ Λαμίας εις το δάσος το κείμενον εις την θέσιν του Παλαιοδρομίου του δήμου Πτελεατών της Φθιώτιδος, εξερράγη μεγάλη πυρκαγιά. Το πυρ βοηθούμενον υπό του πνέοντος ανέμου μετεδόθη εις  μεγάλην έκτασιν αποτεφρώσαν 5000 πεύκα. Άλλο τηλεγράφημα εκ Λαυρίου προς το Υπουργείο Οικονομικών αναγγέλλει  ότι εις το δάσος  της Καμαρίζης, πυρκαγιά εκραγείσα  αποτέφρωσε 1500 καλλιεργημένα  πεύκα και 500 μικρά. Και εξ Υπάτης τηλεγραφούν ότι άνω του χωρίου Νεοχώριον και εις την θέσιν Κουφολόγγι εξερράγη πυρκαγιάν εις το εκ πεύκων δάσος.Το πυρ  εξακολουθεί να καταστρέφει  το ωραίο δάσος, κίνδυνος  δεν υπάρχει να μεταδοθεί  εις το δάσος του Νεοχωρίου. Ο αστυνόμος Βελεστίνου τηλεγραφεί ότι μεταξύ των θέσεων Αγίου Γεωργίου  και Πιρτσουφλή  εξερράγη μεγάλη πυρκαγιά  λαβούσα τεράστιες διαστάσεις. Ο αυτός αστυνόμος προσθέτει ότι το πυρ  εξακολουθεί, ευρίσκεται δε επί τόπου προσπαθών να κατασβέση ταύτην.»

Τέλος αυτή η μικρή αναδρομή θα κλείσει με ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε  στις 16 Ιουλίου 1922 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ  με τίτλο «ΤΑ ΚΑΙΟΜΕΝΑ ΔΑΣΗ»:

«…Αποτεφρώθη το δάσος της Κινέτας παρά τα Μέγαρα. Ητο από τα ωραιότερα, πολλήν ομορφιάν, χάριν είχαν τα λαμπρά πεύκα του. Πάνε και αυτά. Με το λίγον θα επέμβη ο πέλεκυς των υλοτόμων και η αθηναικοπειραική αγορά θα εφοδιαστεί με άφθονον καύσιμον ύλην. Πόσα αττικά  δάση καέντα ενίσχυσαν με κούτσουρά των την βιομηχανίαν, τους φούρνους. Είναι πρακτικοί άνθρωποι οι οποίοι λέγουν ορθολογικώς:

-Αν  δεν είχαμε και αυτάς τα συχνάς μέγάλας πυρκαγιάς των δασών, θα εμέναμε χωρίς καύσιμον ύλην. Πολύ μας ωφέλησαν. Μήπως από το καέν δάσος του Τατοίου δεν εσώθημεν υπό ύποψιν κινητηρίου δυνάμεως, θερμάνσεως, μαγειρικής;

Οι ωφελιμιστές, δεν βλέπουν δυσαρέστως τας αποψιλώσεις του αττικού εδάφους. Χάνονται τα πεύκα; Θα ξαναγίνουν. Μετά από 60- 100 έτη; Αδιάφορον. Εν τω μεταξύ κάνομεν τις δουλειές μας. Η φύσις παρέχει τας πρώτας ύλας για τον άνθρωπο δια τας ανάγκας των. Δεν πρέπει να μένουν αχρησιμοποίητοι. Τι μπορούμε να πούμε; Δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν την αλήθειαν των ισχυρισμών των. Εις το  τέλος μας προσθέτουν:

«Εδώ χάνονται άνθρωποι και να θρηνήσωμεν για  την απώλειαν δένδρων;»

Εμφανίζονται και ως ανθρωπολόγοι ως φιλάνθρωποι, αλλά και αν έχει τις αντίρρησιν, δύναται να μεταβάλλει τα αμετάβλητα. Τα δάση  λοιπόν θα καίονται το καλοκαίρι  ότι και να κάνομεν. Ωφελιμιστικά τα αίτια, συμπίπτουν δε να είναι πολλά. Πρέπει να καούν για λόγους καύσιμης ύλης, διά λόγους εκχερσώσεως προς εντατικοτέρα παραγωγή, διά λόγους επαυξήσεως των βοσκών, τέλος δε διά λόγους απαλλοτριώσεως εδαφών.

Τα ισχυρότερα των συμφερόντων συνταυτίζονται εις την ανάγκην της καταστροφής των. Επιβοηθούν, όχι σπανίως και τυχαία αίτια. Το πέταγμα αναμμένου σιγαρέττου, σπίρτου, οι σπινθήρες των ατμομηχανών, αι πυραί δια μαγειρικούς σκοπούς εκδρομέων.

Αυτά δε τα πεύκα πάλιν είναι τόσο εύφλεκτα, ως πυρίτις. Ανάβουν αυτοστιγμή! Το στρώμα των ξηρών βελονών των παίρνει φωτιά παρ αυτά. Να πιστέψωμεν και εις την αυτόματην ανάφλεξην;  Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά πιθανότης ότι μπορεί να σωθεί  ο οιονδήποτε δάσος.

Αν δεν καεί εφέτος;, θα καεί του χρόνου, το μεθεπόμενον έτος. Η καταστροφή του δια πυρός είναι βεβαία όσο και η των περιβλημάτων των τροχών του αυτοκινήτου.  Μίαν, δύο, δέκα, είκοσι φοράς- μπουμ ο όλεθρος θα έλθει…

…Εν τω μεταξύ οι πρόθυμοι υπερασπισταί των δασών εξαφανίζονται πάντοτε κατά τους μεγάλους ολέθρους των πεύκων από τας πυρκαγιάς. Όχι δεν τρέχουν να τα σβήσουν, όπως θα ανέμενε κανείς εκ της μεγάλης των αγάπης προς τα δάση, αλλά δεν ακούεται η ελάχιστη μομφή των. Αγνοούν τους πραγματικούς ολέθρους των δασών, ένας εκ των οποίων είναι και το πυρ.

Κάποτε δε είδα μονομανή  προστάτην των δασών, κατά των βανδάλων εκδρομέων οι οποίοι κόπτουν πρασινάδα  δέκα εκατοστών να πετά το αναμμένον σιγαρέττον του εις πυκνόν δάσος, εις επικίνδυνον  μέρος τούτου. Του παρατήρησα το άτοπον και μου απήντησε θυμωμένα:

-  Έννοια σας ξέρω εγώ. Δεν θα γίνει καμιά ζημιά.

Φαίνεται, ότι τα σιγαρέττα των  τοιούτων δασοφίλων είναι ειδικώς ακίνδυνα για τα δάση.»