Των Γιάννη Σταμούλη
Αυτές τις δύσκολες μέρες για πολλοστή φορά
σημειώνεται αυξανόμενη ένταση στην γειτονιά με την αιώνια «φίλη»
Τουρκία.
Με ένα σαφώς διαφορετικό
τρόπο προσέγγισης των συμφερόντων τους,
αλλά και του τρόπου επίτευξης των σκοπών τους, διαχρονικά εκδήλωναν με διαφορετικό
βαθμό την κλιμάκωση της μεταξύ τους έντασης
και σαφώς με διαφορετικό μέγεθος του ρίσκο της κάθε πλευράς.
Σε αυτή την μακραίωνη γειτονία,
είναι ιστορική καθημερινότητα η κλιμάκωση της έντασης και η προσπάθεια
ισορρόπησης μεταξύ του πιο προσεκτικού και
του πιο αποτρεπτικού στην περίπτωση προκλήσεων.
Σε αυτές τις καταστάσεις η
υπεροχή της ισχύος και κυρίως της
στρατιωτικής, αποτελεί κύριο ρυθμιστικό
παράγοντα της ισορροπίας.
Όσο η επιθετική ισχύς και η αντίστοιχη
αμυντική της κάθε πλευράς βρίσκεται σε
ισορροπία τα πράγματα έχουν την δική τους εύθραυστη μεν, αλλά, ισορροπία.
Σε κάθε περίπτωση τα παραδοσιακά
φιλειρηνικά αισθήματα της πατρίδας μας, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν την
προκλητικά, επεκτατική, πολιτική της
Τουρκίας, τότε η διασφάλιση του status
quo απαιτεί από την Εθνική Στρατηγική να
περιλαμβάνει όλα τα «δυνατά μέσα» ακόμα
και την απειλή ή χρήση βίας.
Όταν το 1987 η «φίλη γείτονας»
έστειλε το σκάφος αναζήτησης πετρελαίου, Sismik 1, στο Αιγαίο με ναυτική δύναμη να αρχίσει έρευνες,
η ελληνική απάντηση, ήταν να θεωρήσει το
γεγονός «προσβολή των κυριαρχικών της δικαιωμάτων της» σε επίπεδο αιτίας πολέμου.
Η επιλογή ήταν να επιδειχθεί η στρατιωτική ισχύς της πατρίδας
μας και να απαντηθεί η τουρκική πρόκληση με την παραδοσιακή ισχύ, τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, και με επιλογή την
κλιμάκωση της έντασης με την απειλή
«βύθισης του σκάφους».
Μια απειλή που την εποχή εκείνη
αποδείχθηκε αποτελεσματική, μιας και η Τουρκία απέσυρε το σκάφος.
Το Ιανουάριο του 1996 η «φίλη γείτονας» στην νήσο Ίμια, πάλι,
προχώρησε σε κλιμάκωση με κύριο σκοπό να δημιουργήσει αμφισβήτηση στα ελληνικά
κυριαρχικά δικαιώματα στο Αν.
Αιγαίο.
Η τουρκική πλευρά χρησιμοποίησε
την στρατιωτική ισχύ κλιμακώνοντας την ένταση και προκαλώντας «πολεμικό
σκηνικό» με το πολεμικό ναυτικό και των δύο χωρών να τίθεται σε θέση μάχης.
Σε αυτήν την περίπτωση η χώρα
μας, μετά από χειρισμούς που μάλλον δεν ήταν και οι πλέον συγκροτημένες και
αποτελεσματικές προτίμησε την τακτική του κατευνασμού, προτιμώντας μια
«ειρήνη» με υποχωρητικό αποτέλεσμα, αφού
το status quo αυτή τη φορά είχε να
κάνει με την τουρκική θέση η οποία θέτει
εν αμφιβόλω το νομικό καθεστώς του Αιγαίου.
Οι δύο αυτές κρίσεις παγιώνουν
την ταυτότητα της στρατηγικής των δύο γειτόνων, η Τουρκία υπακούει σε μια
συνεχιζόμενη επεκτατική στρατηγική και η χώρα μας σε μια επίσης συνεχιζόμενη
αποτρεπτική στρατηγική.
Η ισορροπία του τρόμου βασίζεται
στην στρατιωτική ισχύ, όπου χρειάζεται η καλή διατήρηση των στρατιωτικών
εξοπλισμών με αναγκαίο κακό το μεγάλο οικονομικό κόστος. Γεγονός που ειδικά
στις ημέρες της βαθιάς οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα μας είναι
δυσβάσταχτο για την κοινωνική πολιτική και για το δημόσιο χρέος.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση
της επιλογής της στρατηγικής της εμπιστοσύνης και καλής γειτονίας όπου οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί
αντικαθίστανται από το καλό κλίμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπου η επιλογή της
βίας αποσύρεται από το οπλοστάσιο των Εθνικών Στρατηγικών. Η επιλογή σαφώς και
είναι η πλέον ενδεδειγμένη αφού εξοικονομείται ένα τεράστιο οικονομικό ποσό,
που μπορεί να κατευθυνθεί σε διάφορες άλλες δημόσιες ανάγκες.
Δυστυχώς η επιλογή της σύγκρουσης
που έχει επιλεχθεί από την Τουρκία, οδηγεί στην συνέχιση των στρατιωτικών
εξοπλισμών, ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία της ισχύος και να εξασφαλίζεται η
ποθητή ασφάλεια.
Το ερώτημα που όμως τίθεται είναι
σα χώρα πόσο πληρώνουμε ή πόσο είμαστε διαθετημένοι να πληρώνουμε για να
διασφαλίσουμε την ισορροπία και την
σταθερότητα.
Σε αυτό το κόστος σαφώς και
περιλαμβάνεται και η απώλεια από τυχόν εκχωρήσεις έστω και μια σπιθαμής
εθνικής κυριαρχίας, ή το κόστος απώλειας έστω και κατ ελάχιστο της εθνικής
υπερηφάνειας, αλλά το κυριότερο το
κόστος από μια πιθανή «μη ειρηνική»
περιπέτεια.
Πριν μερικά χρόνια ο κ. Ερντογάν είχε χρησιμοποιήσει για τον προσδιορισμό της
μελλοντικής πορείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τη φράση win-win situation,
δανεισμένη από τη θεωρία των παιγνίων,
θέλοντας να πει ότι η πετυχημένη διαδικασία στις σχέσεις μας πρέπει να ακολουθεί ένα σχεδιασμό
που να αποσκοπεί στο να ικανοποιηθούν και τα δύο μέρη.
Και ίσως να είναι πράγματι η ενδεδειγμένη
διακρατική στρατηγική για την ειρηνική συνύπαρξη.
Όταν ολοκλήρωνα το παρών κείμενο
δεν είχε εκδηλωθεί το επεισόδιο με τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών μας, γεγονός
ιδιαιτέρως σημαντικό για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών.
Πέρα από κάθε σχολιασμό μεταφέρω μερικές
σκέψεις του καθηγητή Κώστα Σοφούλη για
το επεισόδιο:
«Το παζάρι είναι δομικό στοιχείο
της τουρκικής κουλτούρας. Η λογική του είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή από τον
δυτικό ορθολογισμό και την δυτική κουλτούρα του ήθους της αγοράς. Εμείς, όταν
θέλουμε να πάρουμε κάτι από τον συναλλασσόμενο μαζί μας, ξεκινάμε από ένα δικό
μας υπολογισμό του ανταλλάγματος που συμβιβάζεται με τους ηθικούς κανόνες της
δίκαιης τιμής και κάνουμε την πρώτη προσφορά μας για να ξεκινήσει η
διαπραγμάτευση. Αν δημιουργήσουμε τεχνητή πίεση στον συναλλασσόμενο για να τον
υποχρεώσουμε εκ των πραγμάτων να βρεθεί σε αδύναμη θέση κατά παράβαση ηθικού
κανόνα, τότε μιλάμε για εκβιασμό και όχι για συναλλαγή. Στην τούρκικη
κουλτούρα, απομεινάρι ίσως της αυτοκρατορικής ωμής βίας, το παζάρι είτε αρχίζει
με μια οφθαλμοφανώς παράλογη πρόταση είτε προηγείται αυτού μια πράξη ωμής βίας
που καθιστά ακόμη και την παράλογη πρόταση «δελεαστική» από τον συναλλασσόμενο
προκειμένου να μη χάσει περισσότερα από όσο ήδη έχει χάσει. Στη πρώτη
περίπτωση, σκοπός είναι η μεγιστοποίηση του πεδίου διαπραγμάτευσης ώστε να
αφήνει περιθώρια καταδολίευσης του συναλλασσόμενου (να τον πιάσουμε κότσο) ενώ
στη δεύτερη περίπτωση ο εξαναγκασμός δια της βίας δεν παραβιάζει κανενός είδους
ηθικό φραγμό στα πλαίσια της τουρκικής ηθικής.
Με αυτά τα βασικά δεδομένα, δεν
θεωρώ καθόλου απίθανο ότι το επεισόδιο του Έβρου με την σύλληψη των Ελλήνων
στρατιωτικών, να είναι προσχεδιασμένο. Στρατηγικό προσχεδιασμένο στα πλαίσια
μια μάλλον οφθαλμοφανούς απόφασης του Ερντογκάν να σπρώξει την κατάσταση σε
θέση τελικού παζαριού με την Ελλάδα. Οι ενδείξεις –αν δεν είναι αποδείξεις-
είναι περισσότερο από πειστικές. Το πρόσφατο επεισόδιο στα Ίμια και η
δημιουργία μόνιμου οχληρού παρατηρητηρίου στα όρια των τοπικών συνόρων, η
παραβίαση των Κυπριακών χωρικών υδάτων και τώρα η σύλληψη δύο Ελλήνων
στρατιωτικών σε ένα μη-επεισόδιο που είναι πολύ συνηθισμένο σε περιπτώσεις
ασαφών ορίων σε μεθοριακές ζώνες που η φύση του εδάφους τους ευνοεί τις
μικρο συγχύσεις, όλα αυτά συνιστούν
σχέδιο προετοιμασίας του εδάφους για ένα σημαντικό παζάρι «δευτέρου τύπου»,
δηλαδή εκβιασμού.
Το «επεισόδιο» του Έβρου, υπό
κανονικές συνθήκες καλής γειτονίας θα είχε λυθεί σχεδόν αυτοστιγμεί με
συνεννόηση των τοπικών στρατιωτικών αρχών. Αντ’ αυτού οι Τούρκοι έδειξαν
εικόνες ταπεινωτικής προσαγωγής των Ελλήνων και παρέπεμψαν αμέσως το θέμα στην
δικαιοσύνη τους, που ξέρουμε ότι είναι κυβερνητική «δικαιοσύνη».